Η Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία (ΔΔΟ) θα έπρεπε λογικά, αλλά και για σκοπούς τακτικής, να είχε εγκαταλειφθεί μετά την απόρριψη του σχεδίου Ανάν και να εγκαινιασθεί μια νέα τακτική η οποία θα τοποθετούσε το κυπριακό στη σωστή-του βάση ως προβλήματος εισβολής, συνεχιζόμενης κατοχής και εθνοκάθαρσης. Η κατάληξη της Πενταμερούς διάσκεψης στο Crans Montana αποτελούσε ένα πρόσθετο λόγο για την αλλαγή τακτικής και κύρια της εγκατάλειψης μιας διαδικασίας η οποία όχι μόνο αποδείχτηκε αναποτελεσματική, όχι μόνο δεν έφερε τη λύση ένα βήμα πιο κοντά μας, αλλά αντίθετα κληροδότησε στην Τουρκία πρόσθετα πολιτικά οφέλη και συνέβαλε στη σταδιακή αναβάθμιση του κατοχικού καθεστώτος. Όπως πολλές φορές τονίσαμε, η κυβέρνηση πρέπει να ενισχύσει τη διαπραγματευτική-της θέση αξιοποιώντας τα πολιτικά και διπλωματικά πλεονεκτήματα που διαθέτει η Κυπριακή Δημοκρατία. Ως τέτοια, μπορούν να θεωρηθούν αποφάσεις του ΟΗΕ, το ενεργειακό και η ιδιότητα του πλήρους μέλους της Ε.Ε.
Για να μετατραπεί η παράνομη εισβολή της Τουρκίας από de facto σε de jure θα πρέπει να τύχει της συγκατάθεσης και της έγκρισης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αυτή η μετατροπή επιχειρήθηκε να επιτευχθεί με διάφορους τρόπους, αποκορύφωμα το σχέδιο Ανάν. Φαίνεται ότι στο παρασκήνιο κάποιες πλευρές επιχειρούν να αλλάξει το πλαίσιο διαπραγμάτευσης. Αυτό το γεγονός μπορεί να αξιοποιηθεί και να προωθηθεί μια νέα διαδικασία με επίκεντρο την ανάγκη σύγκλησης Διεθνούς Διάσκεψης για το κυπριακό για να συζητηθεί η διεθνής πτυχή του προβλήματος, δηλ. ο τερματισμός της κατοχής, η αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων και των εποίκων. Η επίτευξη λύσης δεν εξαρτάται από τη δική-μας πλευρά. Η Τουρκία μέσα από τις κωλυσιεργίες και την παρελκυστική τακτική που ακολουθεί, στοχεύει στην παράταση του χρόνου με στόχο την εδραίωση δεδομένων που να βοηθούν στην εφαρμογή του τελικού-της στόχου που είναι η πλήρης ενσωμάτωση της Κύπρου στην τουρκική επικράτεια. Δεν ήταν τυχαία η αναφορά του αείμνηστου Αρχ. Μακαρίου στην τελευταία-του ομιλία στις 20.7.1977 όπου ουσιαστικά είχε κηρύξει το μακροχρόνιο αγώνα, τονίζοντας ότι η Τουρκία αξιοποιεί το διακοινοτικό διάλογο για να εδραιώσει τα τετελεσμένα της εισβολής. Κατανοούμε τους κινδύνους που ελλοχεύουν από την παράταση της σημερινής κατάστασης. Αυτό όμως δεν θα πρέπει να μας οδηγήσει σε πορεία που θα διευκολύνει στη νομιμοποίηση της διχοτόμησης και σε τελικό στάδιο στην προσάρτηση της Κύπρου στην Τουρκία.
Ασφαλώς και θα το στηρίζαμε. Για αυτό το σκοπό η ΕΔΕΚ κατ’ επανάληψη έχει καταθέσει ολοκληρωμένες προτάσεις στους Προέδρους της Δημοκρατίας αλλά και στο Εθνικό Συμβούλιο.
Όπως έχουμε κατ’ επανάληψη τονίσει, σε ένα τόσο σοβαρό διεθνές πρόβλημα όπως είναι το κυπριακό, αλλά και με δεδομένη την επιθετικότητα της Τουρκίας, η επίτευξη λύσης θα μπορούσε να επιτευχθεί με αξιοποίηση του γεωστρατηγικού παράγοντα. Η προσπάθεια θα πρέπει να εστιασθεί στην ενίσχυση του γεωστρατηγικού ρόλου της Κύπρου. Η χάραξη κοινής πολιτικής με την Ελλάδα μπορεί να λειτουργήσει πολλαπλασιαστικά. Ένας από τους πυλώνες της κοινής πολιτικής είναι ο ενεργειακός. Αυτός ανάμεσα σε άλλα πρέπει να περιλαμβάνει την περαιτέρω αναβάθμιση των Τριμερών συμφωνιών που έχουν υπογραφεί με τις χώρες της περιοχές, την εμπλοκή και άλλων χωρών σε αυτές τις συμφωνίες, κύρια ισχυρών χωρών μελών της Ε.Ε., και την έναρξη υλοποίησης του ενεργειακού προγράμματος με την αξιοποίηση του Φ.Α.. Η κατασκευή του αγωγού της Ανατολικής Μεσογείου θα προσδώσει ιδιαίτερη αναβάθμιση αυτού του ρόλου. Αποκλείει τον αγωγό μέσω Τουρκίας και την ίδια στιγμή προσφέροντας ενεργειακή επάρκεια στις χώρες της κεντρικής Ευρώπης εξισορροπεί σε κάποιο βαθμό τα οικονομικά συμφέροντα που αυτές έχουν με την Τουρκία. Είναι λοιπόν λογικό η αξιοποίηση αυτών των δεδομένων να ενισχύει σημαντικά τη διαπραγματευτική θέση της Κύπρου, να διαφοροποιεί δεδομένα και να αυξάνει τις πιθανότητες οι συνομιλίες να καταλήξουν σε ένα θετικό αποτέλεσμα.
Η ρεαλιστική διάσταση δεν θα πρέπει ποτέ να απουσιάζει από τους σχεδιασμούς-μας, ειδικά όταν τα εμπλεκόμενα συμφέροντα διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο. Η Τουρκία όσο είναι μέλος του ΝΑΤΟ και οι στρατηγικοί-της στόχοι σε σχέση με την Κύπρο βρίσκονται σε εξέλιξη, δεν πρόκειται να επιτρέψει την υλοποίηση ενός τέτοιου ενδεχομένου. Παράλληλα θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι στην ανατολική Μεσόγειο και οι δύο υπερδυνάμεις έχουν συμφέροντα και παρουσία. Η μονομερής επιλογή ένταξης στο ένα από τα δύο στρατόπεδα ενδεχομένως θα επιδεινώσει, δεν θα αναβαθμίσει τη θέση-μας. Γι΄ αυτό και απαιτούνται προσεκτικοί και λεπτοί χειρισμοί. Κανένας δεν μπορεί να προβλέψει ποια θα είναι τα ανταλλάγματα τα οποία ενδεχομένως οι ΗΠΑ θα προσφέρουν στην Τουρκία στην προσπάθειά-τους να προχωρήσουν σε πλήρη αποκατάσταση των σχέσεων-τους με την Τουρκία. Θα υπενθυμίσω όταν το 2001 επρόκειτο να πραγματοποιηθεί η ΝΑΤΟική εισβολή στο Ιράκ, η Τουρκία για να επιτρέψει τη χρήση της βάσης του Ιντσιρλίκ, ανάμεσα σε άλλα, ζήτησε στήριξη των τουρκικών θέσεων στο κυπριακό.
Η ΕΔΕΚ μέχρι στιγμής δεν έχει λάβει καμιά απόφαση για τις ευρωεκλογές. Αυτό αναμένεται να γίνει στην επόμενη σύνοδο της Κεντρικής Επιτροπής η οποία θα πραγματοποιηθεί εντός Οκτωβρίου. Μέχρι στιγμής γίναμε δέκτες διαφόρων προτάσεων που προέρχονται κύρια από τους Οικολόγους και την Αλληλεγγύη. Οι προτάσεις αυτές αξιολογούνται προσεκτικά δεδομένου ότι η καθεμιά από αυτές έχει θετικά και αρνητικά. Πρόσφατα ολοκληρώθηκε ο κύκλος ανταλλαγής απόψεων με τα στελέχη του κόμματος σε όλες τις επαρχίες σε μια προσπάθεια σφυγμομέτρησης των απόψεών-τους με στόχο να ληφθεί η καλύτερη δυνατή απόφαση η οποία να στηριχθεί εάν είναι δυνατόν από το σύνολο των στελεχών και να είναι ομόφωνη. Στόχος-μας δεν είναι η σύσταση μιας ευκαιριακής συνεργασίας η οποία στη συνέχεια είτε θα καταρρεύσει είτε θα δημιουργήσει προβλήματα. Για την ΕΔΕΚ προέχει η όποια συνεργασία να είναι αξιόπιστη όχι μόνο μεταξύ των εταίρων αλλά και στην κοινή γνώμη. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι όλες τις συνεργασίες που συνήψε μέχρι σήμερα η ΕΔΕΚ, τις τίμησε με ιδιαίτερη σχολαστικότητα. Εκφράζοντας την προσωπική-μου άποψη εκτιμώ ότι κάποιες από τις προτάσεις δεν διασφαλίζουν αυτό το στοιχείο. Η εμπλοκή της Συμμαχίας Πολιτών σε αυτή τη συνεργασία δεν αντιμετωπίζεται θετικά από την συντριπτική πλειοψηφία των στελεχών του κόμματος λόγω της πολιτικής συμπεριφοράς του Γ. Λιλλήκα τόσο μετά τις προεδρικές εκλογές του 2013 που δεν τίμησε τις υποσχέσεις που έδωσε, όσο και με τη στάση-του στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές. Οφείλω να ομολογήσω ότι προβληματισμό προκάλεσε και η δήλωση του Γ. Περδίκη στις 5 Αυγούστου ότι «προφανώς για τις ευρωεκλογές δεν υπάρχει θέμα να συνεχισθεί αυτή η συνεργασία των 4 κομμάτων». Όμως ανεξάρτητα από τα επιμέρους ζητήματα τα οποία έχουν προκύψει οι τελικές αποφάσεις της ΕΔΕΚ θα ληφθούν από τα συλλογικά όργανα του κόμματος με πλήρη διαφάνεια. Στις προτάσεις φυσικά δεν αποκλείεται και η αυτόνομη κάθοδος.
Η μη εκλογή ευρωβουλευτή σίγουρα αποτελεί μια ανεπιθύμητη εξέλιξη, δεδομένου ότι το πλήγμα θα είμαι μεγαλύτερο για την πατρίδα-μας απ’ ότι για την ΕΔΕΚ. Δεν είναι δυνατό να απουσιάζουμε από την δεύτερη μεγαλύτερη ομάδα του ευρωκοινοβουλίου. Όμως η απουσία έχει σχέση και με το τελικό ποσοστό του κόμματος. Και το 2004 η ΕΔΕΚ απέτυχε να εκλέξει ευρωβουλευτή. Αυτός όμως δεν ήταν αποτρεπτικός παράγοντας στην πάρα πέρα πορεία του κόμματος. Αντίθετα στις βουλευτικές εκλογές που ακολούθησαν τα ποσοστά της ΕΔΕΚ αυξήθηκαν περίπου 2,5%. Για την ΕΔΕΚ οι ευρωεκλογές δεν είναι αγώνας μόνο για το κόμμα. Είναι κυρίως αγώνας για την Κύπρο.
Ως πρόεδρος οφείλω να διατηρώ καλές σχέσεις με το σύνολο των στελεχών του κόμματος συμπεριλαμβανομένων των βουλευτών και του ευρωβουλευτή. Η διαφορετική προσέγγιση σε επιμέρους θέματα είναι λογική και ενδεχομένως αναπόφευκτη. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι όποιες διαφωνίες μεταφράζονται και σε επίπεδο προσωπικών σχέσεων. Εδώ διατηρούμε χρηστές σχέσεις με στελέχη άλλων κομμάτων και ποτέ δεν έχουμε προσωποποιήσει τις πολιτικές μας διαφωνίες, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για συναγωνιστή. Όμως είναι κοινή γνώση ότι εξωκομματικοί κύκλοι για τους δικούς τους λόγους επιχειρούν, όταν υπάρχουν διαφορετικές απόψεις, να τις μεταφέρουν σε άλλο επίπεδο με διογκώσεις και επεκτάσεις. Η ΕΔΕΚ είναι ένα πολυφωνικό κόμμα. Οι συνεδριάσεις των συλλογικών οργάνων είναι ανοικτές ακόμα και στα ΜΜΕ.
Η ψήφιση της σχετικής πρότασης νόμου η οποία εκκρεμούσε από αρκετά χρόνια και κάποια στιγμή θα έπρεπε να συζητηθεί και να εγκριθεί ή να απορριφθεί, ουσιαστικά αφορούσε τη μείωση του χρόνου όπου κάποιος κατάδικος θα είχε δικαίωμα να υποβάλει αίτηση αποφυλάκισης. Την σχετική ευθύνη την έχει η αρμόδια επιτροπή η οποία θα κρίνει εάν και κατά πόσο πληροί τα κριτήρια και να υποβάλει την πρότασή-της προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Στους καταδικασθέντες περιλαμβάνονται και άτομα για αστικά αδικήματα όπως οφειλών προς το κράτος (π.χ. ΦΠΑ). Η ευθύνη για τις αποφυλακίσεις δεν βαραίνει τη Βουλή. Από την πλευρά της ΕΔΕΚ είμαστε έτοιμοι εάν οι αρμόδιοι και πλέον ειδικοί κρίνουν ότι πρέπει να γίνουν αλλαγές με στόχο να κλείσουν κάποια «παράθυρα» και να γίνει εξορθολογισμός της νομοθεσίας, να συνδράμουμε την προσπάθειά-τους.
Οφείλουμε για ακόμα μια φορά να διατυπώσουμε τις ανησυχίες και τις επιφυλάξεις-μας για τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση και ειδικά η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Υγείας χειρίζεται τα θέματα υλοποίησης του ΓεΣΥ. Οι ανησυχίες αυτές όχι μόνο δεν διασκεδάστηκαν μετά την τελευταία ενημέρωση που είχαμε στη Βουλή από τον Υπουργό, αλλά αντίθετα αυξήθηκαν. Συγκεκριμένα ενώ η κυβέρνηση και όλα τα κόμματα υποστηρίζαμε ότι η σωστή αυτονόμηση των δημόσιων νοσηλευτηρίων σε διοικητικό, επιστημονικό και οικονομικό επίπεδο πρέπει να προηγηθεί της έναρξης εφαρμογής του ΓεΣΥ, η κυβέρνηση εγκαταλείπει αυτή την αρχή και η ολοκλήρωση της αυτονόμησης θα ολοκληρωθεί μετά την έναρξη εφαρμογής. Την ώρα που είναι γνωστά τα προβλήματα, οι ελλείψεις και η αδυναμία αποτελεσματικής λειτουργίας σε διάφορους τομείς της δημόσιας υγείας, απουσιάζει μια συνολική μελέτη για τις ανάγκες του δημόσιου τομέα σε κλινικές, εξοπλισμό και προσωπικό ώστε να μπορέσει να προσφέρει υπηρεσίες ομοιόμορφα σε ολόκληρη την επικράτεια. Ενώ η νομοθεσία προβλέπει κάλυψη των ελλειμμάτων των δημόσιων νοσηλευτηρίων μόνο για τα 5 πρώτα χρόνια της αυτονόμησης, η καθυστέρηση ολοκλήρωσής-της ενδέχεται να μειώσει την ανταγωνιστικότητά-τους και άρα την δημιουργία ελλειμμάτων. Γι’ αυτό το πολύ σημαντικό στοιχείο το Υπουργείο δεν εξασφάλισε προηγουμένως γραπτώς τη θέση της ΕΕ με κίνδυνο η αδυναμία κάλυψης των ελλειμμάτων να οδηγήσει σε ιδιωτικοποίηση του δημόσιου τομέα υγείας με ότι αυτό συνεπάγεται για τον πολίτη και ειδικά αυτόν που δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να εξασφαλίσει ικανοποιητική περίθαλψη με άλλους τρόπους. Η ΕΔΕΚ το κόμμα που διαχρονικά στήριξε με αποφασιστικότητα την εφαρμογή του ΓεΣΥ κατέθεσε συγκεκριμένες προτάσεις καθώς και χρονοδιάγραμμα για τη σωστή υλοποίησή-του. Αυτές προβλέπουν αποσυμφόρηση και αναδιοργάνωση των δημόσιων νοσηλευτηρίων, σωστή αυτονόμηση για να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις νέες συνθήκες ανταγωνισμού που θα υπάρχουν και εισαγωγή του ΓεΣΥ. Μεγάλες είναι τέλος οι ανησυχίες-μας και για τη σύνθεση του Δ.Σ. του Οργανισμού για την αυτονόμηση των νοσοκομείων καθώς και για τον τρόπο επιλογής των Διευθυντών των αυτονομημένων νοσοκομείων. Παρ΄ όλα αυτά θα συνεχίσουμε τις προσπάθειές-μας για την κατοχύρωση συνθηκών που να επιτρέπουν την προσφορά μέσω του ΓεΣΥ υψηλού επιπέδου ιατρική περίθαλψη στους πολίτες σε ολόκληρη την επικράτεια και κύρια σε αυτούς που δεν μπορούν να την εξασφαλίσουν με άλλο τρόπο.