Την 1η Μαΐου η πατρίδα-μας συμπλήρωσε 20 χρόνια από την ένταξή-της στην Ε.Ε. ως πλήρες μέλος.
Με αφορμή την 20η επέτειο επιβάλλεται μια ιστορική αναδρομή, τόσο για τη διαδικασία όσο και για την πορεία που οδήγησε στην ένταξη, αλλά ταυτόχρονα και στοχοθεσία για το μέλλον.
Η Κύπρος ένα από τα μικρότερα κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντιμετωπίζει τρία πολύ σοβαρά προβλήματα.
- Είναι το μόνο μέλος που βρίσκεται υπό ημικατοχή, η κρατική-της υπόσταση καθώς και τα κυριαρχικά-της δικαιώματα απειλούνται από την επεκτατική πολιτική της Τουρκίας.
- Είναι το μέλος με τις μεγαλύτερες επιπτώσεις από το μεταναστευτικό,
- Οριοθετεί τα εξωτερικά σύνορα της Ευρώπης σε μια ιδιαίτερα ευαίσθητη περιοχή, τη Μέση Ανατολή.
Συμπληρώθηκαν είκοσι χρόνια από την σημαντική επιτυχία της ένταξης ως πλήρους μέλους στην Ε.Ε., παρά τις επιφυλάξεις που υπήρχαν από αρκετές κυβερνήσεις ευρωπαϊκών χωρών λόγω της τουρκικής κατοχής. Αυτή την προσπάθεια την συνέδραμαν αρκετοί πολιτικοί και πολιτικά κόμματα. Δεν αμφισβητούμε τη συνδρομή κανενός. Όμως κάποιοι ήσαν οι πραγματικοί πρωταγωνιστές που με τη στάση και τις παρεμβάσεις-τους κατόρθωσαν το ακατόρθωτο.
Οι σχέσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) και ακολούθως Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.), άρχισαν να αναπτύσσονται το 1972, επί Προεδρίας του Αρχ. Μακαρίου, με την υπογραφή της Συμφωνίας Σύνδεσης που προνοούσε την τελωνειακή ένωση.
Η διαδρομή δεν ήταν χωρίς εμπόδια. Τον Οκτώβριο του 1993 η Κύπρος εγκρίθηκε ως επιλέξιμη για ένταξη χώρα, εν αναμονή όμως της επίλυσης του Κυπριακού. Με την απόφαση ουσιαστικά συνδεόταν η ένταξη με τη λύση, άρα όσο το Κυπριακό δεν επιλυόταν η ένταξη δεν θα ολοκληρωνόταν.
Τελικά η Κύπρος εντάχθηκε στην Ε.Ε. χάρις στη φιλία και τη στενή συνεργασία του Β. Λυσσαρίδη με τον πρώην Πρωθυπουργό της Ελλάδας Α. Παπανδρέου, με τη συνδρομή και άλλων σοσιαλιστών ευρωπαίων πρωθυπουργών και με πρωταγωνιστή της υλοποίησης τον αείμνηστο Γιάννο Κρανιδιώτη.
Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κέρκυρας τον Ιούνιο του 1994, ο Α. Παπανδρέου απέσυρε το βέτο της Ελλάδας για την έγκριση του Δ΄ χρηματοδοτικού πρωτοκόλλου Ε.Ε. – Τουρκίας υπό την προϋπόθεση να γίνει αποδεκτή η αίτηση της Κύπρου για πλήρη ένταξη στην Ε.Ε.. Το αίτημα έγινε αποδεκτό και αποφασίστηκε η Κύπρος να συμπεριληφθεί στον επόμενο γύρο διεύρυνσης της Ε.Ε..
Το 1995 και πάλι ο Α. Παπανδρέου απέσυρε το Ελληνικό βέτο για την έγκριση έναρξης διαλόγου για την τελωνειακή ένωση Ε.Ε. – Τουρκίας, με αντάλλαγμα να δοθεί ημερομηνία έναρξης του ενταξιακού διαλόγου με την Κύπρο. Το αίτημα και πάλι έγινε αποδεκτό και ορίστηκε ως χρόνος έναρξης των διαπραγματεύσεων το πρώτο εξάμηνο του 1998. Ο διάλογος για εναρμόνιση με το Ευρωπαϊκό κεκτημένο άρχισε τον Απρίλιο του 1998 και ολοκληρώθηκε το 2003.
Τέλος, το 1999 στο Ελσίνκι αποφασίστηκε η αποσύνδεση της ένταξης από την επίλυση του Κυπριακού.
Επιπρόσθετα την 1η Ιανουαρίου 2008, επί Προεδρίας Τ. Παπαδόπουλου η Κύπρος εντάχθηκε και στην ευρωζώνη με την υιοθέτηση του ευρώ. Η ένταξη αποτελούσε αδήριτη ανάγκη, δεδομένου ότι το σχέδιο Ανάν προνοούσε την υιοθέτηση και της τουρκικής λίρας ως επίσημου νομίσματος καθώς και τη λειτουργία δύο τμημάτων της Κεντρικής Τράπεζας, ένα σε κάθε ζώνη. Πρόνοιες οι οποίες θα έθεταν σε κίνδυνο την οικονομική και την κρατική βιωσιμότητα.
Οι προκλήσεις και τα θέματα τα οποία απασχολούν την Ε.Ε. με αρνητικές επιπτώσεις στους ευρωπαίους πολίτες είναι πολλά και σημαντικά. Όμως 50 χρόνια μετά την τουρκική εισβολή και 20 χρόνια μετά την ένταξη και με δεδομένη την προκλητική συμπεριφορά της Τουρκίας, η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να εστιάσει τις προσπάθειές-της σε δύο βασικούς πυλώνες.
Ο πρώτος είναι η ουσιαστική εμπλοκή της Ε.Ε. στην επίλυση του Κυπριακού για την υιοθέτηση των ευρωπαϊκών αρχών και αξιών:
- Την κατάργηση των εγγυήσεων από τρίτες χώρες, δύο εκ των οποίων δεν είναι μέλη της Ε.Ε.
- Την αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων και των Βρετανικών Βάσεων, κατά το πρότυπο της ενοποίησης των δύο Γερμανιών. Είναι αδιανόητο σε εδάφη της Ε.Ε. να βρίσκονται στρατεύματα χωρών που δεν είναι μέλη της Ε.Ε.
- Την εφαρμογή του ευρωπαϊκού κεκτημένου σε ολόκληρη την επικράτεια, χωρίς μόνιμες παρεκκλίσεις και πρωτογενές δίκαιο, και
- Την κατοχύρωση του δικαιώματος σε όλους τους νόμιμους πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας να απολαμβάνουν τις 4 βασικές ελευθερίες, διακίνησης, εγκατάστασης, περιουσίας και εργασίας.
Ο δεύτερος είναι το μεταναστευτικό. Για την Κύπρο προσλαμβάνει ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις, λόγω της τουρκικής κατοχής και της αδυναμίας προστασίας των εξωτερικών συνόρων.
Για την αντιμετώπισή-του απαιτούνται άμεσα και αποτελεσματικά μέτρα με τη συνδρομή και της Ε.Ε. και συγκεκριμένα:
1. Αποτελεσματικότερη συνδρομή για επαναπατρισμό παράνομων οικονομικών μεταναστών
2. Ομοιόμορφη διασπορά των νόμιμων δικαιούχων πολιτικού ασύλου σε όλες τις χώρες της Ε.Ε.
3. Αποχαρακτηρισμός περιοχών της Συρίας ως εμπόλεμων
4. Διερεύνηση της δυνατότητας να ανατεθεί στη Unifil η αρμοδιότητα ανακοπής σκαφών που αποπλέουν από τον Λίβανο και τη Συρία με κατεύθυνση την Κύπρο.
Είναι προφανές ότι το μεταναστευτικό θα πρέπει να αντιμετωπισθεί αξιόπιστα και αποτελεσματικά για να τερματιστεί η εργαλειοποίησή-του από την ακροδεξιά για ψηφοθηρικούς λόγους . Μια ακροδεξιά που δεν ασπάζεται τις αρχές και τις αξίες της Ε.Ε. και λειτουργεί αντιευρωπαϊκά και υπονομευτικά.
Χωρίς να υπερτιμούμε τις δυνατότητες-μας ως κράτος μέλος, αλλά και χωρίς να τις υποτιμούμε οφείλουμε να διεκδικήσουμε από τους ευρωπαίους εταίρους-μας στήριξη και αλληλεγγύη στη βάση των αρχών της Ε.Ε. αλλά και του Διεθνούς Δικαίου.
Γραφείο Τύπου
Λευκωσία, 10 Μαΐου 2024