του Δώρου Θεοδώρου
π. Υπουργού Δικαιοσύνης και
Δημόσιας Τάξης
5 Οκτωβρίου, 2018
Τον Βαρνάβα είχα την τύχη να τον γνωρίσω μέσα σε συνθήκες που δεν ξεχνιούνται. Πως να
ξεχάσεις τις στιγμές που ένας άγνωστος σου υπερασπίζεται με σθένος το δικαίωμά σου να
εκφράζεις δημοσίως την άποψή σου; Ένα στοιχειώδες δημοκρατικό δικαίωμα που την εποχή
εκείνη κάποιοι πολύ δημοκράτες, τόσο από το ΑΚΕΛ όσο και από τη δεξιά, για να μην αναφέρω
την ΕΟΚΑ Β ́, όχι μόνο σου τα αμφισβητούσαν αλλά και έμπρακτα με τραμπουκισμούς, ακόμα
και με πλήρη συσκότιση (black out) όπως έγινε στη Σωτήρα της Αμμοχώστου. Αλλά και με
απειλές όπως στο Δασάκι της Άχνας προσπαθούσαν να το καταστήσουν πρακτικά αδύνατο.
Όσο κι αν φαίνεται σήμερα παράξενο και απίστευτο, τότε ήταν μια καθημερινή πραγματικότητα
στην πολιτική ζωή του τόπου. Τα δυο άκρα πολεμούσαν συντονισμένα και αρμονικά την ΕΔΕΚ,
το κόμμα που έφερε νέα μηνύματα στην κοινωνία, που αναδείκνυε αξίες αυτονόητες, που όμως
είχαν ήδη παραμεριστεί και προ πάντων, που μαζί με τα σοσιαλιστικά ιδεώδη αναδείκνυε και το
υπέρτατο καθήκον κάθε πολίτη: τη σωτηρία της πατρίδας και τις Δημοκρατίας.
Ο πόλεμος αυτός του κατεστημένου εναντίον της νέας αντίληψης περί σοσιαλισμού και
πατριωτισμού στην πραγματικότητα ποτέ δε σταμάτησε. Με όπλο τους οργανωτικούς
μηχανισμούς και την οικονομική τους δύναμη χρησιμοποίησαν κάθε συκοφαντία και άδικη
κατηγορία για να σπιλώσουν το νέο κίνημα, που τότε στεκόταν πολύ ψηλά στη λαϊκή συνείδηση
λόγω της αντιπραξικοπηματικής του δράσης και της σθεναρής υποστήριξής του προς την
πολιτική Μακαρίου.
Πολεμοκάπηλους μας αποκάλεσαν, πράκτορες της C.I.A. μας είπαν, με συκοφαντίες του τύπου
“θέλουν πόλεμο και θα οδηγήσουν τα παιδιά σας στη σφαγή” τρομοκράτησαν μανάδες και
γονιούς και τελικά πιασμένοι χέρι χέρι στον ανίερο αγώνα τους κατάφεραν να καθηλώσουν το
νέο κόμμα, που κυριολεκτικά άνοιγε δρόμους με νύχια και με δόντια ανάμεσα στις συμπληγάδες
του ΑΚΕΛ και της δεξιάς.
Καταφέραμε όμως να επιβιώσουμε διότι και στις δικές τους τάξεις υπάρχουν οι Βαρνάβες. Που
βλέπουν, ακούουν και κρίνουν.
Τώρα πια αυτές οι συκοφαντίες δεν έχουν πέραση. Γιατί απλά δικαιώθηκε η θέση και η γραμμή
μας στο εθνικό θέμα.
Γιατί ο κόσμος έχει καταλάβει μέσα από σαραντατέσσερα χρόνια άκαρπων διαπραγματεύσεων
ότι το Κυπριακό δε μπορεί να λυθεί δίκαια με μια βιώσιμη λύση, επειδή η Τουρκία δεν το θέλει,
κι επειδή με την βλακώδη πολιτική να επαναλαμβάνουμε κάθε φορά το ίδιο λάθος να
ξαναπερπατούμε το δρόμο που από την πρώτη φορά μας έβγαλε στον κρεμμό και βέβαια πάντα
συνεχίζει να μας οδηγεί εκεί, δώσαμε στην Τουρκία χρόνο για εδραίωση των τετελεσμένων και
φυσικά την απαλλάξαμε από κάθε ευθύνη αφού δεχτήκαμε ότι το πρόβλημά μας είναι
διακοινοτικό.
Είναι γι ́ αυτούς τους λόγους που άνθρωποι σαν τον Βαρνάβα Πέτρου θεωρώ ότι έπαιξαν πολύ
σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των πολιτικών συνθηκών στο επίπεδο του λαού.
Και είναι γι ́ αυτό που τον τιμούμε και τον αγαπούμε, γιατί υπήρξε πράγματι ένας γνήσιος λαϊκός
αγωνιστής, ένας σκεπτόμενος άνθρωπος, που ποτέ του δεν εκχώρησε το δικαίωμα του
σκέπτεσθαι στο κόμμα, που ποτέ δεν δέχτηκε μεγάλους αδελφούς.
Ο Βαρνάβας πέθανε πρόωρα. Ευτύχησε όμως να δει το γυιό του Γιώργο ψηλά στην κομματική
πυραμίδα και βουλευτή Αμμοχώστου.
Στην κηδεία του παρευρέθηκε σύσσωμη η τότε ηγεσία του κόμματος καθώς και πλήθος
συναγωνιστών, φίλων και εκτιμητών του.
Το βιογραφικό του από τον γυιό του Γιώργο Βαρνάβα, πρώην βουλευτή της ΕΔΕΚ.
Βαρνάβας Πέτρου
Γεννήθηκε στις 18 Μαρτίου του 1939 στο χωριό Αχερίτου της επαρχίας Αμμοχώστου. Παιδί μιας
πάμφτωχης οικογένειας υποχρεώνεται στην ηλικία των τριών χρόνων να μετοικήσει με την
μητέρα σου στην πόλη της Αμμοχώστου. Βασικότερος λόγος της μετακίνησης η φτώχεια η οποία
υποχρεώνει τη μητέρα του να αναζητήσει εργασία ως παραδουλεύτρα στα πλούσια σπίτια της
πόλης.
Φοιτά μέχρι την πέμπτη τάξη του δημοτικού σχολείου όπου και το εγκαταλείπει εφόσον οι
δύσκολες συνθήκες διαβίωσης, η φτώχεια και η υποχρέωση να συμβάλει με το δικό του τρόπο
για ένα κομμάτι ψωμί δεν του αφήνουν άλλη επιλογή.
Μπαίνει στη βιοπάλη από την ηλικία των 11 χρόνων ασκώντας διάφορα δύσκολα επαγγέλματα
της τότε εποχής. Οι συνθήκες, η εκμετάλλευση και η αδικία δημιουργούν στον ψυχικό κόσμο και
την τρυφερή παιδική ηλικία του μικρού Βαρνάβα ή αλλιώς Βάβα, όπως ήταν γνωστός στην
κοινωνία της πόλης της Αμμοχώστου, το συναίσθημα αλλά και την ανάγκη να αντισταθεί σ ́ αυτό
που ο ίδιος ζούσε, για μια καλύτερη κοινωνία, για ένα καλύτερο κόσμο, για ένα καλύτερο αύριο.
Το γεγονός αυτό τον ωθεί και τον οδηγεί στο να ενταχθεί από τα εφηβικά του χρόνια στο
αριστερό κίνημα της τότε εποχής. Δραστηριοποιείται ενεργά και δυναμικά στη νεολαία και
μετέπειτα στο κίνημα και τη συντεχνία της αριστεράς. Και όλα αυτά σε μια εποχή όπου η Κύπρος
βρισκόταν κάτω από τον αγγλικό ζυγό και το αριστερό κίνημα να θεωρείται παράνομο. Ήθελε
τόλμη και αποφασιστικότητα για να το πράξεις αυτό.
Η συμμετοχή του αυτή του δίνει τη δυνατότητα να διαμορφώσει μια ξεκάθαρη
ιδεολογικοπολιτική ταυτότητα η οποία τον τοποθετεί σ ́ αυτό που με ανοικτό πνεύμα
υπερασπίζεται το δίκαιο και πολεμά το άδικο.
Κατά τη διάρκεια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα 1955-59, παρόλο ότι δεν ήταν μέλος της
ΕΟΚΑ, για το γεγονός ότι δεν μαρτύρησε, μετά από άγριο ξυλοδαρμό, αγωνιστές οι οποίοι
διένεμαν υλικό εναντίον των Άγγλων καταδικάστηκε σε έξη μήνες φυλάκιση. Το ίδιο χρονικό
διάστημα όπου έκτιε την ποινή του στις Κεντρικές Φυλακές, εκεί βρισκόντουσαν φυλακισμένοι
αγωνιστές της ΕΟΚΑ, όπου μετέπειτα απαγχονίστηκαν, όπως ο Ευαγόρας Παλλικαρίδης και
άλλοι.
Μετά την ανεξαρτησία συνεχίζει την αγωνιστική του δράση μέσα στις τάξεις του αριστερού
κινήματος μέχρι και το 1964, όπου για λόγους αρχής διαφώνησε με αποφάσεις οι οποίες ήταν
αντίθετες με τη δική του άποψη, παραμένοντας όμως προσηλωμένος στα αριστερά ιδεώδη.
Από το 1964 δεν συμμετείχε ενεργά στις δραστηριότητες οποιασδήποτε πολιτικής δύναμης. Το
1969 ιδρύεται το Σ.Κ.ΕΔΕΚ από τον Βάσο Λυσσαρίδη, μια πολιτική δύναμη η οποία ήταν πιο
κοντά στη δική του αριστερή φιλοσοφία και την οποία παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς μέσω
ακόμα και της εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ η οποία ήταν το εκφραστικό όργανο του Σοσιαλιστικού
Κινήματος.
Ως ήδη ταυτοποιημένος αριστερός και Mακαριακός, από τα δεξιά ακραία στοιχεία και την
ΕΟΚΑ Β, η 15η Ιουλίου του 1974, ημέρα του προδοτικού πραξικοπήματος τον βρίσκει να είναι
υπό περιορισμό στο σπίτι και κάτω από τακτή παρακολούθηση από τα φασιστικά όργανα της εδώ
προδοτικής οργάνωσης της χούντας των Αθηνών.
Μετά την Τουρκική εισβολή του 1974, τον Απρίλιο του 1976 πλέον ως πρόσφυγας μαζί με τη
σύζυγό του Χρυσούλα και τα δυο τους παιδιά Παύλο και Γιώργο και μετά από αρκετή
περιπλάνηση σε διάφορα υποστατικά μαζί με τα λιγοστά τους υπάρχοντα τα οποία χωρούσαν σε
μια μικρή βαλίτσα, την οποία έφεραν μαζί τους από την Αμμόχωστο, κατέληξε ως πρόσφυγας
στον προσφυγικό συνοικισμό Κόκκινες στη Λάρνακα.
Οι πρώτοι μήνες της προσφυγιάς για τον ίδιο αλλά και ολόκληρη την οικογένειά του ήταν πολύ
δύσκολοι. Ένας άνθρωπος εργατικός καλείται να ζήσει την ανεργία, να βρίσκεται σε απόγνωση
γιατί ζούσε με άγνωστο την ελπίδα και να μην έχει άλλη διέξοδο από το να προσπαθεί να
εξασφαλίσει τα απαραίτητα, φαγητό και ρουχισμό από αυτά που έρχονταν από το εξωτερικό ως
βοήθεια. ́Οπως φυσικά έκαναν και όλοι οι υπόλοιποι πρόσφυγες.
Και το σημαντικότερο να μην γνωρίζεις πόσο θα κρατήσει αυτό.
Η προσφυγιά διαδραμάτισε πολύ σημαντικό ρόλο στη μετέπειτα πολιτική του εμπλοκή και
δραστηριότητα. Το 1978 εγγράφεται ως μέλος του Κ.Σ.ΕΔΕΚ και αποτελεί ένα από τα επτά
ιδρυτικά μέλη της πρώτης Επαρχιακής Επιτροπής Κ.Σ.ΕΔΕΚ Αμμοχώστου.
Το περιστατικό το οποίο τον έκανε να πάρει την τελική του απόφαση για προσχώρηση στο
Σοσιαλιστικό Κίνημα και μάλιστα ως ενεργό στέλεχος, ήταν όταν ένα βράδυ ο τότε Βουλευτής
της ΕΔΕΚ Αμμοχώστου, Δώρος Θεοδώρου ενώ επισκεπτόταν τον προσφυγικό συνοικισμό, κατά
τη διάρκεια της ομιλίας του σε καφενείο του εν λόγω συνοικισμού, προπηλακίστηκε από στελέχη
της αριστεράς. Ενώ ανέμεναν αυτό να γίνει από ακραία δεξιά στοιχεία, λόγω του νωπού του
πραξικοπήματος και της Τουρκικής εισβολής και του αντιστασιακού ρόλου που διαδραμάτισε
στα γεγονότα αυτά η ΕΔΕΚ, έγινε όπως προαναφέρεται πιο πάνω από στελέχη της αριστεράς. Ο
Βαρνάβας, ο οποίος ήταν παρών στο συμβάν υπερασπίστηκε το δικαίωμα του βουλευτή να
παρουσιάσει τις θέσεις του και ταυτόχρονα κάλεσε σε τάξη αυτούς οι οποίοι είχαν παρεκτραπεί.
Αυτό ήταν και το έναυσμα αργότερα να προσεγγιστεί από στελέχη της ΕΔΕΚ, αλλά και ο ίδιος
να πάρει την απόφαση για ενεργή συμμετοχή του στον κομματικό αυτό χώρο.
Είναι τοις πάσης γνωστό, ότι ιδιαίτερα εκείνη την εποχή ο διπολισμός ΑΚΕΛ-ΔΗΣΥ στην
επαρχία Αμμοχώστου, όπως και το γεγονός ότι το πραξικόπημα ήταν πρόσφατο, ήθελες μεγάλη
τόλμη τα χρόνια εκείνα να παρουσιάζεσαι ως Εδεκίτης. Η οικογένεια του ήταν η πρώτη
οικογένεια που φανερώθηκε όχι μόνο ως απλά μέλη της ΕΔΕΚ αλλά και ως στελέχη. Μύησε τα
παιδιά του στη νεολαία του κόμματος και μαζί με αυτά τοποθέτησε τις πρώτες αφίσες και πανό
στο συνοικισμό. Οι πρώτες αφίσες με τη μεγάλη κόκκινη γροθιά που ανακοίνωναν την πρώτη
Επαρχιακή Συνδιάσκεψη της ΕΔΕΚ Αμμοχώστου στις 30 Ιουνίου το 1978 στο κινηματοθέατρο
“Πίγκο” στο Φρέναρος. Αυτό ήταν η αρχή. Παρών σε όλες τις προεκλογικές εκστρατείες.
Μπροστά αυτός και πίσω τα παιδιά του. Σκάλα, αφίσα, γόμα. Στην αρχή μόνοι τους αλλά
μετέπειτα με άλλους συναγωνιστές οι οποίοι συντάχθηκαν μαζί τους στο Σοσιαλιστικό Κίνημα
ως εγγεγραμμένα μέλη στο κομματικό μητρώο του συνοικισμού. Φυσικά όλοι αυτοί που είχαν
την τόλμη να εμφανιστούν ως Εδεκίτες ήταν προετοιμασμένοι για τον πόλεμο και τις πιέσεις που
είχαν να αντιμετωπίσουν.
Η συμμετοχή του δεν περιορίζεται μόνο στα κομματικά δρώμενα αλλά και στα συνδικαλιστικά.
Ένα από τα πρώτα στελέχη της επανιδρυθείσας συντεχνίας της ΔΕΟΚ, δίπλα από τον Ρένο
Πρέντζα και άλλα στελέχη, δίνει με το δικό του τρόπο τη μάχη για την υπεράσπιση των
εργασιακών συνθηκών και τα συμφέροντα του απλού εργαζόμενου. Ως υπάλληλος οδηγός
βαρέων οχημάτων ο ίδιος, πρωτοστατούσε για τα εργασιακά δικαιώματα απεργώντας και
διαδηλώνοντας, υπερασπιζόμενος τα δίκαια αιτήματα της εργατιάς έναντι των απαράδεκτων
συμπεριφορών των εργοδοτών.
Διετέλεσε για πάρα πολλά χρόνια μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου και μέλος της Ε.Ε. ΔΕΟΚ
Λάρνακας-Αμμοχώστου, δίνοντας το παρών του σε όλους τους εργατικούς αγώνες.
Επίσης υπηρέτησε το Σοσιαλιστικό Κίνημα της Κύπρου από διάφορες αιρετές θέσεις, ως μέλος
της Ε.Ε. ΕΔΕΚ Αμμοχώστου, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής, αλλά και ως απλός στρατιώτης
του Κινήματος μέχρι και την τελευταία μέρα της ζωής του. Ακόμα κι αυτή σημαδιακή. 1η Μαϊου
το 2006. Ημέρα της Εργατικής Πρωτομαγιάς. Ακόμα και σ ́ αυτό δεν ήθελε να ήταν
ανακόλουθος.
Άνθρωπος της πράξης και της δράσης. Άνθρωπος που τολμούσε να υπερασπιστεί την άποψη και
τη θέση του. Παρόλο της δημοτικής μόρφωσής του, πάντοτε ήταν μελετημένος και
τεκμηριωμένος. Όσοι δεν τον γνώριζαν και τον άκουγαν να μιλά, να συζητά και να
υπερασπίζεται τις θέσεις του, σίγουρα τον αξιολογούσαν ως ιστορικό αναλυτή. Άνθρωπο με
πανεπιστημιακό πτυχίο. Η μόνη διαφορά ήταν ότι το πτυχίο που κατείχε ήταν της ζωής και αυτά
που έλεγε ήταν βγαλμένα μέσα από προσωπικές εμπειρίες, βιώματα και μαρτυρίες και όχι μέσα
από κάποιο βιβλίο κάποιου συγγραφέα.
Βαρνάβας Πέτρου ή αλλιώς Βάβας όπως ήταν γνωστός, αφιέρωσε τη ζωή του στον αγώνα για
μια δίκαιη και καλύτερη κοινωνία, αρχικά στο κίνημα της αριστεράς και μετέπειτα μέσα από τις
τάξεις του Σ.Κ.ΕΔΕΚ.
Όραμα του η απελευθέρωση της πατρίδας μας από τον Τούρκο εισβολέα και η επιστροφή του
στην αγαπημένη του Αμμόχωστο. Δυστυχώς τα προβλήματα υγείας του τον πρόδωσαν και έφυγε
νωρίς, στα 67 του χρόνια, αφήνοντας ανεκπλήρωτο τον πόθο του αυτό.